ούτε

ούτε
(ΑΜ οὔτε)
(αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν σάφα εἰδώς», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρνητικό μόριο ως επιδοτικό) ουδέ καν («δεν έμεινε ούτε ψίχουλο»)
αρχ.
ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το ούτε μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική πρόταση με το ουδέ («οὔτε... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», Δημοσθ.)
2. μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το ούτε, η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το ουδέ («οὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», Πλάτ.)
3. μετά το ούτε ακολουθεί μερικές φορές καταφατική πρόταση με το τε («οὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῑς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», Ηρόδ.)
4. συχνά κατά ανακόλουθο σχήμα ακολουθείται από το δε («οὔτε πλοῑά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῡ», Ξεν.)
5. όταν τα ούτε και μήτε βρίσκονται μαζί το καθένα διατηρεί τη δική του έννοια («ἀναιδὴς οὔτ' εἰμὶ μήτε γενοίμην» — ούτε είμαι αναιδής και μακάρι να μη γίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρνητικό μόριο < οὐ + τε (πρβλ. μήτε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οὔτε — and not indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτε — σύνδ. συμπλεκτ.: Ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι ούτε ο Αύγουστος χειμώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὕτε — ἕτε , ἵημι Ja c io aor imperat act 2nd pl ἕτε , ἵημι Ja c io aor ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. — τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. См. Ворона за море летала, а ума не стало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὔτ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”